εγκύκλιος

εγκύκλιος
-α, -ο και -ος, -ο (AM ἐγκύκλιος, -ον)
1. «εγκύκλιος παιδεία», «εγκύκλιες σπουδές», «ἐγκύκλιοι σπουδαί», «εγκύκλια γράμματα» — οι πρώτες, απαραίτητες, βασικές γνώσεις προτού κανείς αρχίσει να ειδικεύεται
2. οι ανθρωπιστικές σπουδές, γραμματική, διαλεκτική, ρητορική, γεωμετρία, αστρολογία, αριθμητική, μουσική
μσν.- νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐγκύκλιος και «ἐγκύκλιος ἐπιστολή, διαταγή» — επιστολή ή διαταγή που απευθύνεται σε πολλούς παραλήπτες, υφιστάμενες αρχές ή άτομα
αρχ.
1. κυκλικός
2. περιοδικός
3. φρ. «ἐγκύκλιοι λειτουργίαι» — ετήσιες χορηγίες, γυμνασιαρχίες κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐγκύκλιος — circular masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκύκλιος — α, ο 1. ο συνηθισμένος, κοινός, γενικός, καθολικός. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στη γενική μόρφωση, την προεπιστημονική: Στο λύκειο διδάσκονται εγκύκλια μαθήματα. 3. (για έγγραφα), που απευθύνεται σε όλους ή σε πολλούς μαζί, που κοινοποιείται σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκυκλίως — ἐγκύκλιος circular adverbial ἐγκύκλιος circular masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύκλιον — ἐγκύκλιος circular masc/fem acc sg ἐγκύκλιος circular neut nom/voc/acc sg ἐγκυκλέομαι roll imperf ind act 3rd pl (doric) ἐγκυκλέομαι roll imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КРУГ ЗНАНИЙ, КРУГ НАУК — •Έγκύκλιος παιδεία, αγωγή, εγκύκλια μαθήματα …   Реальный словарь классических древностей

  • Круг знаний —    • Έγκύκλιος παιδεία, αγωγή, εγκύκλια μαθήματα, на языке Аристотеля означали как круг знаний, так и курс преподавания, считавшиеся обязательными для образованной и свободнорожденной молодежи. Из этого понятия неверным образом образовалось (по …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐγκυκλίοις — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut dat pl ἐγκυκλέομαι roll pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυκλίοισι — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐγκυκλέομαι roll pres part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυκλίου — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυκλίους — ἐγκύκλιος circular masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”